- συνδετικοί
- συνδετικόςbinding togethermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
καταζυγίς — καταζυγίς, ἡ (Α) 1. σιδερένια συνδετική ράβδος σε καταπέλτη 2. φρ. ως επίθ. «λίθοι καταζυγιδες» λίθοι συνδετικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζυγίς «συνδετική ράβδος, τραβέρσα» (< ζυγόν)] … Dictionary of Greek
μεσόδερμα — Το μεσαίο βλαστικό δέρμα, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στο εξώδερμα και στο εσώδερμα, και το οποίο σχηματίζεται στο στάδιο του γαστριδίου της εμβρυϊκής ανάπτυξης των τριπλοβλαστικών οργανισμών. Από το μ. σχηματίζονται οι συνδετικοί ιστοί, τα… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek